παροιχόμενος

παροιχόμενος
παροίχομαι
to have passed by
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παροίχομαι — ΝΜΑ φρ. «παρωχημένοι χρόνοι» οι χρόνοι τού ρήματος που δηλώνουν ότι υπήρξε ή έγινε κάτι κατά το παρελθόν, δηλ. ο παρατατικός, ο αόριστος και ο υπερσυντέλικος, αλλ. παρελθοντικοί χρόνοι αρχ. 1. έχω περάσει, πέρασα, παρήλθα, αναχώρησα («ἡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”